αξούριστος

αξούριστος
-η, -ο
βλ. αξύριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξούριστος — αξούριστος, η, ο και αξουράφιστος, η, ο ο αξύριστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξύριστος — η, ο (κ. αξούριστος) αυτός που δεν ξυρίστηκε …   Dictionary of Greek

  • αξύριστος — αξύριστος, η, ο και αξούριστος, η, ο αυτός που δεν ξυρίστηκε: Αξύριστο και με μακριά μαλλιά κόντεψε να μην τον γνωρίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”